- πιτοπούλι
- και παλ. γρφ. πιττοπούλι, το, και πιτοπούλα και παλ. γρφ. πιττοπούλα, η, Ν1. μικρή πίτα2. άζυμος άρτος πρόχειρα παρασκευασμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιτοπούλι αντί για τ. πιτόπουλο (< πίτα + υποκορ. κατάλ. -πουλο*) κατά τα ουδ. σε -ι. Ο τ. πιτοπούλα < πίτα + κατάλ. -πούλα, θηλ. τής υποκορ. κατάλ. -πουλος*].
Dictionary of Greek. 2013.